Το πρόβλημα της Αριστεράς (μέρος Β)

Π.Σ. 489, 15/11/03

Η αλλαγή του τοπίου

Αναφερθήκαμε προηγούμενα σε αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο τελευταίο διάστημα. Αλλαγές που συνδέθηκαν με γενικότερες σημαντικές εξελίξεις. Αναμενόμενες για μας που πάντα «είχαμε εμπιστοσύνη» στον καπιταλισμό και την «ικανότητά»του να οξύνει τις κοινωνικές αντιφάσεις και αντιθέσεις. Πολύ περισσότερο που χωρίς το αντίπαλο δέος πλέον μπορούσε να αναπτύσσει απερίσπαστος όλες του τις «αρετές».
Ετσι, η ακόρεστη δίψα του κεφαλαίου για κέρδη ωθούσε στην κλιμάκωση της επίθεσης σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και ομάδες, με αποτέλεσμα να οξύνει στο έπακρο τις κοινωνικές αντιθέσεις ακόμη και μέσα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις.
Η ακατάσχετη ροπή του ιμπεριαλισμού για επέκταση οδήγησε σε πολλαπλασιασμό των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, όξυνε την αντίθεση των λαών ενάντιά του, προκάλεσε την οργή και την αγανάκτηση ευρύτερων μαζών.
Η ασυγκράτητη επιθυμία των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία, η επιθετική τους πολιτική ενέτεινε τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και αντιφάσεις, δημιούργησε ανησυχίες σε όλο τον κόσμο. Ταυτόχρονα η όλη εξέλιξη ψαλίδισε τις φιλοδοξίες όσων ευελπιστούσαν σε ρόλους «αντάξιους» του «επιπέδου» και των υπηρεσιών τους, καθώς το σύστημα αισθανόταν ότι μπορούσε να προχωρήσει χωρίς να τους έχει να «μπερδεύονται» στα πόδια του.
Την πίεση αυτών των εξελίξεων την αισθάνθηκαν όλοι χωρίς καμιά εξαίρεση. Πιέστηκαν, στριμώχτηκαν, άρχισαν θέλοντας και μη να διαφοροποιούν την οπτική τους, να αναζητούν όρους και τρόπους ώστε να επιβιώσουν και οι ίδιοι (και όχι μόνο πολιτικά) στο νέο τοπίο που διαμόρφωνε η τροπή που παίρναν τα πράγματα. Πολύ περισσότερο που ο κόσμος στον οποίο θέλουν να αναφέρονται εκδήλωνε όλο και πιο συχνά, όλο και πιο έντονα την οργή και την αγανάκτησή του, απαιτούσε απαντήσεις ή ακόμη περισσότερο αναζητούσε τους δικούς του δρόμους για να εκφράσει τις διαθέσεις του. Γενικότερα η πολιτική του συστήματος όξυνε συνολικά τις αντιθέσεις, προκαλούσε την αντίδραση πλατύτερων μαζών, οδηγούσε στην όλο και πιο έντονη ενεργοποίηση των διαθέσεών τους να αγωνιστούν, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερος κόσμος να κινητοποιείται. Αποκορύφωμα, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις, όταν εκατομμύρια ανθρώπων πλημμύρισαν τους δρόμους του κόσμου. Συνολικά -όπως έχουμε παλιότερα αναφέρει- διαμορφώνονταν οι όροι ενός ρήγματος στα πλαίσια του συστήματος «από πάνω μέχρι κάτω» και σε όλα τα επίπεδα. Αυτό είναι μια θετική, μια ευνοϊκή εξέλιξη για την ανάπτυξη συνολικά του κινήματος. Γενικότερα διαμορφώνονται όροι μιας άλλης διαδικασίας και ανοίγουν δρόμοι μιας άλλης προοπτικής.
Αυτές οι θετικές εξελίξεις δεν σημαίνουν κιόλας ότι αναιρέθηκαν αυτομάτως όλα τα προβλήματα και οι δυσκολίες και μπορούμε πλέον, αφήνοντας στην άκρη τα «παλιά», να προχωρήσουμε «ενωμένοι» προς το μέλλον. Πολύ περισσότερο που δεν έχουν αναιρεθεί οι -πολύ σοβαρές- συνέπειες της οπισθοχώρησης, της ήττας του κινήματος. Το ξεπέρασμά τους αποτελεί ούτως ή άλλως μια σύνθετη διεργασία που απαιτεί «χρόνο» και σοβαρές προσπάθειες. Ταυτόχρονα ένας όρος για κάτι τέτοιο είναι η αντιμετώπιση απόψεων και αντιλήψεων που συνέβαλαν σε μια τέτοια αρνητική εξέλιξη. Πολύ περισσότερο που αυτές επιβιώνουν και στο σήμερα και αναπαράγονται σε παλιές και νέες μορφές, καθορίζοντας πολιτικές θέσεις και ανάλογες πρακτικές. Δεν γίνεται λοιπόν να τις «ξεχάσουμε» γιατί «δεν μας αφήνουν» οι ίδιες.

Αριστερά: Ναι, αλλά ποια;

Ενας πρωταρχικός όρος είναι να ξεκαθαρίσουμε για τι πράγμα μιλάμε ή αλλιώς σε ποια και σε τι είδους Αριστερά αναφέρεται ο καθένας. Γιατί πολλοί σήμερα αναφέρονται στο θέμα σαν να εννοούμε όλοι το ίδιο πράγμα. Δεν είναι έτσι και το γνωρίζουν πολύ καλά. Σε ποια Αριστερά λοιπόν αναφέρονται; Του Κλίντον, του Μπλερ, του Σρέντερ, του Ζοσπέν (κι αυτοί «αριστεροί» δηλώνουν); Ή μήπως του Ζουγκάνοφ, της «Μοντ», του Μπίστη και της Δαμανάκη; Ας θέσουμε όμως διαφορετικά το θέμα και στη βάση της συγκεκριμένης του πολιτικής διάστασης.
Το πρόβλημα της Αριστεράς (ό,τι κι αν εννοεί ο καθένας μ’ αυτό) σε ποια κατεύθυνση μπορεί και πρέπει να απαντηθεί; Την επαναστατική ή τη ρεφορμιστική; Η Αριστερά που θέλουν θα ‘ναι μια Αριστερά που θα αποδέχεται το σύστημα και θα λειτουργεί «διορθωτικά» εντός των πλαισίων του ή μια Αριστερά που θα το αμφισβητεί και θα το αρνείται, που θα στοχεύει στην ανατροπή του και την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας;
Να ενωθούμε, λοιπόν, σύμφωνοι. Αλλά στη βάση ποιας πολιτικής γραμμής και ποιας κατεύθυνσης; Γιατί εδώ, και πέρα από την άποψη του οποιουδήποτε, ένα πράγμα είναι παραπάνω από καθαρό: ότι πρόκειται για δυο εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις οι οποίες υπαγορεύονται από δυο επίσης ολότελα διαφορετικές αντιλήψεις. Οτι άλλη στρατηγική και πολιτική γραμμή υπαγορεύει η μια και διαφορετική η άλλη. Σε διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές ομάδες απευθύνεται η καθεμία και με διαφορετικούς στόχους, θέσεις και συνθήματα, άλλη τακτική απαιτεί, άλλες μορφές πάλης προωθεί κ.λπ. κ.λπ. Σε ποια λοιπόν «ενότητα» καλούνται οι αριστεροί, σε αναφορά με ποια κατεύθυνση και προοπτική; Ετσι απλά και μόνο στη φάση της «ενότητας της Αριστεράς»; Πρόκειται για φενάκη. Γιατί εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Οποιαδήποτε ενότητα, συγκρότηση, συσπείρωση, συνεργασία κ.λπ. συστήνεται και κινείται πάντα στη βάση μιας πολιτικής κατεύθυνσης. Και αυτό ισχύει είτε «αποφασισθεί» ρητά είτε όχι. Είτε δηλωθεί είτε όχι. Αυτό ήδη προσδιορίζεται από τις δυνάμεις που τη συγκροτούν, από το συσχετισμό ανάμεσά τους, από αυτά που διακηρύσσει (αλλά και αυτά που δεν διακηρύσσει) και πάνω απ’ όλα από το είδος των απαντήσεων που δίνει (ή δεν δίνει) στα πολιτικά ζητήματα ημερήσιας διάταξης. Εδώ σ’ αυτό το τελευταίο βρίσκεται και το ζήτημα-κλειδί της εξέλιξης του πράγματος, αλλά θ’ αναφερθούμε στη συνέχεια.

Με ποιον προσανατολισμό

Το πρώτο που απαιτείται λοιπόν είναι η αναγκαιότητα προσδιορισμού του βασικού προσανατολισμού. Το δεύτερο, το να «αποφασίσουμε» ποιος πρέπει να είναι αυτός ο προσανατολισμός. Οσο μας αφορά, η άποψή μας (από υπάρξεώς μας) είναι γνωστή. Υποστηρίζουμε ότι η πραγματική διέξοδος μπορεί και πρέπει να αναζητηθεί στην κατεύθυνση του επαναστατικού προσανατολισμού. Αλλά μπορούμε και να το «συζητήσουμε». Ούτε «μανιακοί της βίας» είμαστε ούτε αποτελεί κάποιο φετίχ για μας η επανάσταση. Μπορούμε συνεπώς να «συζητήσουμε» και άλλες εκδοχές. Μόνο που εδώ θα πρέπει πρώτα κάποιοι να απαντήσουν σε ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα. Τα αρνητικά που κι αυτοί βλέπουν, επισημαίνουν, κριτικάρουν και -με τον τρόπο τους- αγωνίζονται ενάντιά τους τι χαρακτήρα έχουν; Αποτελούν συμπτώματα συγκυριακά, μερικά, περιθωριακά, έκφραση λαθών, κάποιων απλώς κακών επιλογών και συνεπώς μπορούν να διορθωθούν;
Πολύ περισσότερο, η πάλη για τη διόρθωσή τους μπορεί να οδηγήσει στη συνολική μεταρρύθμιση -αλλαγή του συστήματος; Ή μήπως αποτελούν -στο βασικό τους μέρος- την καθαυτή έκφραση του συστήματος, των βασικών σχέσεων πάνω στις οποίες εδραιώνεται, υπάρχει και αναπαράγεται; Και συνεπώς, όσο υπάρχει θα συνεχίσει να τα αναπαράγει και μόνο η συνολική του ανατροπή μπορεί να τα εξαλείψει; Ποια απάντηση μας δίνει τόσο η φύση, ο χαρακτήρας των πραγμάτων όσο και η ιστορική εμπειρία όσον αφορά την επαλήθευση της μιας ή της άλλης άποψης;
Οσο μας αφορά, θεωρούμε ότι το καπιταλιστικό σύστημα βασίζεται και κινείται με βάση το κέρδος, λειτουργεί, θεμελιακά, στην τροχιά της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου που βάση της είναι ακριβώς το κέρδος. Ταυτόχρονα γνωρίζουμε (και αν υπάρχει αντίρρηση πολύ θα θέλαμε να την ακούσουμε) πως αυτό το κέρδος είναι «μορφή παράστασης» της υπεραξίας, δηλαδή του προϊόντος εκμετάλλευσης-κλοπής των πολλών από τους λίγους. Της ιδιοποίησης από το κεφάλαιο της αξίας που παράγεται από την κοινωνία.
Πάνω σ’ αυτές τις βασικές σχέσεις εδράζονται, παράγονται και αναπαράγονται: ο πλούτος και η φτώχεια. Από τη χλιδή των ολίγων μέχρι την εξαθλίωση και τους θανάτους από πείνα και αρρώστιες των πολλών. Η βία, από τα ΜΑΤ μέχρι το? Ιράκ. Η ηθική εξαχρείωση, από τα μεγάλα κόλπα των δισ. (που αναδεικνύονται σε σκάνδαλα μόνο όταν τσακωθούν οι εμπλεκόμενοι στη μοιρασιά) μέχρι τον «ερωτικό τουρισμό» και την κάλυψη των ναρκωεμπόρων. Η καταστροφή του περιβάλλοντος, ο πολιτιστικός βούρκος και άλλα πολλά.
Αλλά και τι μας λέει η ιστορική εμπειρία; Θα σταθούμε εδώ σε δυο μόνο βασικές εκφράσεις του πράγματος, που προβάλλονται και σαν επιχειρήματα. Η πρώτη αφορά την πρόταξη του «ειρηνικού» και «δημοκρατικού» δρόμου απέναντι στη βία του επαναστατικού.
Δηλαδή, και για να έχουμε το καλό ερώτημα, ποιος είναι αυτός που αρνείται το δημοκρατικό δρόμο, ποιος είναι αυτός που αναδεικνύει τη βία σαν μοναδικό τρόπο επίλυσης των κοινωνικών αντιθέσεων; Αν ανοίγαμε εδώ έναν κατάλογο, δεν θα μας έφτανε όλη η εφημερίδα για να παρουσιάσουμε τις περιπτώσεις που η αστική τάξη και το κεφάλαιο συνέτριψαν βίαια τη δημοκρατικά εκφρασμένη θέληση των λαών. (Τι να πρωτοθυμηθούμε και τι να πρωτοαναφέρουμε, την Ελλάδα του ’44, τη Χιλή του ’73 ή τις πρόσφατες «εκλογές» στη Γιουγκοσλαβία με τους πυραύλους στον κρόταφο;) Προβάλλεται το παράδειγμα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών «δημοκρατιών» και ειδικά των ευρωπαϊκών. Ξεχνάνε ότι είναι ακριβώς σ’ αυτές τις χώρες που γεννήθηκε ο φασισμός και ακριβώς σαν έκφραση της διάθεσης του κεφαλαίου να συντρίψει βίαια τη λαϊκή θέληση. Παραβλέπουν το ότι αυτές ακριβώς οι «δημοκρατίες» διαθέτουν τους πιο ισχυρούς μηχανισμούς βίας και καταστολής, τους οποίους και χρησιμοποιούν (εντός και «εκτός» των χωρών τους) και στο μέτρο αμφισβήτησης της κυριαρχίας και των συμφερόντων τους. (Γιατί βεβαίως μόνο έτσι μπορεί να κριθεί η αξία της επίφασης «δημοκρατίας» που μπορούν σήμερα να συντηρούν, όταν αυτή η κυριαρχία αμφισβητείται). Αντίθετα, μόνο σ’ εκείνες τις περιπτώσεις που οι λαοί μπόρεσαν να αντιτάξουν τη δική τους οργανωμένη, δίκαιη, επαναστατική βία στη βία του συστήματος μπόρεσαν να προχωρήσουν σε πραγματικές αλλαγές (από τον Οκτώβρη του ’17 μέχρι Βιετνάμ κ.α.).
Η δεύτερη συνδέεται με τις απόψεις για το ρόλο της -καπιταλιστικής- ανάπτυξης σαν παράγοντα βελτιώσεων, αλλαγών, μεταρρυθμίσεων. Για να μην επεκτεινόμαστε πολύ, θα αναφερθούμε σε ένα και μόνο πράγμα. Οι υποστηρικτές μιας τέτοιας άποψης θα πρέπει να απαντήσουν σε ένα -«διπλό»- ερώτημα. Πρώτον, στο αν η παραγωγικότητα, η συνολική παραγωγή, συνολικά ο παγκόσμιος πλούτος έχουν αυξηθεί ή μειωθεί σε σχέση με το επίπεδο της πριν από τριάντα χρόνια περιόδου. Και επειδή η απάντηση είναι προφανής και επειδή είναι γνωστό ότι όλα αυτά σήμερα όχι απλώς έχουν μεγεθυνθεί, άλλα σε πολλαπλάσιο βαθμό, περνάμε στο δεύτερο μέρος του ερωτήματος. Πώς λοιπόν, αφού έχει μεγεθυνθεί ο παγκόσμιος πλούτος, αυξάνεται αντί να μειώνεται η φτώχεια, η εξαθλίωση, η πείνα; Πώς συμβαίνει, αφού έχει διευρυνθεί η παραγωγική βάση, αυξάνεται η παραγωγικότητα, να μειώνονται, να χτυπιούνται, να καταργούνται τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων;
Είναι προφανές ότι η απάντηση δεν μπορεί να αναζητηθεί στους δείκτες ανάπτυξης. Είναι προφανές ότι αυτή η αρνητική εξέλιξη οφείλεται στην ανατροπή των ταξικών-πολιτικών συσχετισμών, της αδυναμίας του προλεταριάτου και των ευρύτερων εργαζόμενων μαζών να αντιταχτούν συγκροτημένα και αποτελεσματικά στη? βία του συστήματος.
Στη βάση λοιπόν όλων αυτών υποστηρίζουμε την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας Αριστεράς που θα ‘χει επαναστατικό προσανατολισμό, θα στηρίζεται, εκφράζει και υπηρετεί την εργατική τάξη και το λαό, θα συγκροτείται στη βάση της κομμουνιστικής κοσμοαντίληψης και θα έχει σαν στόχο της την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την οικοδόμηση μιας άλλης σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας. Μόνο σε μια τέτοια βάση θα μπορούσε να συσπειρώσει γύρω της (και εντός της) τα πιο προοδευτικά τμήματα της κοινωνίας, να ηγηθεί των πιο μαχητικών της δυνάμεων, να γίνει ο καταλύτης για τη δημιουργία ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος ικανού να κινηθεί στην κατεύθυνση της συνολικής αναμόρφωσης της κοινωνίας και μέσα από την ανατροπή του κυρίαρχου σήμερα καθεστώτος.
Βεβαίως -και αυτό ας είναι καθαρό- λέγοντάς τα όλα αυτά, δεν θεωρούμε κιόλας πως οι απαντήσεις βρίσκονται έτοιμες στην άκρη αυτής της γραφίδας. Εχουμε πλήρη επίγνωση ότι προερχόμαστε από μια ιστορική ήττα, έχουμε πλήρη επίγνωση των οδυνηρών της συνεπειών, των μεγάλων και κρίσιμων ζητημάτων που έχει αναδείξει και μένει να απαντηθούν. Είναι προφανές ότι σ’ αυτό το κείμενο ούτε στο σύνολό τους μπορούν να τεθούν ούτε στις συνολικές τους διαστάσεις. Θα αποπειραθούμε ωστόσο να αναφερθούμε σε ορισμένα βασικά ζητήματα, σημειώνοντας προκαταρκτικά ένα πράγμα. Οτι και εδώ οι απαντήσεις έχουν το δικό τους χρώμα, οι δρόμοι αντιμετώπισης προσδιορίζονται από τον καθένα με βάση την πολιτική του λογική.

Το κρίσιμο ζήτημα

Θεωρούμε ότι ένα καίριο πλήγμα ενάντια στο κίνημα υπήρξε η αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης. Το γιατί και το πώς είναι άλλη συζήτηση. Το θέμα είναι ότι το προλεταριάτο αποτέλεσε εδώ και ενάμιση περίπου αιώνα τη δύναμη κορμού της λαϊκής πάλης, των αγώνων, των κατακτήσεων των λαών, της διαφοροποίησης, ανατροπής των ταξικών, κοινωνικών συσχετισμών. Τη δύναμη στήριξης, τον κοινωνικό φορέα της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά και του κοινωνικού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στη συνέχεια.
Από την άλλη μεριά, θεωρούμε επίσης ότι τόσο η παλινόρθωση όσο και η επίθεση του συστήματος ενάντια συνολικά στους λαούς, η διεκδίκηση από τις δυνάμεις του συστήματος μιας συνολικής ιστορικής ρεβάνς συναντήθηκε με τη διαδικασία περιθωριοποίησης, αποδυνάμωσης, αποπολιτικοποίησης, αποσυγκρότησης του προλεταριάτου. Με δυο λόγια, το επίπεδο -της κάθε φορά- συγκρότησης του προλεταριάτου βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με την εξέλιξη, τις διακυμάνσεις, τις νίκες, αλλά και την τελική αρνητική έκβαση της ταξικής πάλης στον αιώνα που μας πέρασε. Στον ίδιο λόγο λοιπόν θεωρούμε θεμελιώδη όρο για μια ολοκληρωτική αναστροφή αυτής της αρνητικής εξέλιξης την «εκ νέου» συγκρότηση του προλεταριάτου σε «τάξη για τον εαυτό της».
Αλλά ας το θέσουμε αλλιώς. Γνωρίζοντας τις αντιρρήσεις και τις διαφορετικές απόψεις πολλών και χάριν, ας πούμε, του διαλόγου (δεν είμαστε δα και τίποτα «δογματικοί»), μπορούμε να συζητήσουμε και άλλες εκδοχές. Αλλά εδώ, και πάλι, θα θέλαμε να θέσουμε κάποια ερωτήματα. Μιλώντας -εννοείται- σε αναφορά με μια επαναστατική διαδικασία και προοπτική, αυτή μπορεί να υπάρξει σαν τέτοια χωρίς τον κοινωνικό-ταξικό της φορέα; Η επανάσταση είναι η συμπυκνωμένη έκφραση των κοινωνικών αντιθέσεων, η κορύφωση της ταξικής πάλης. Είναι μια «στιγμή» της Ιστορίας, η οποία ωστόσο δεν πέφτει από τον ουρανό ούτε είναι προϊόν της «βούλησης» μιας «μειοψηφίας», αλλά «προετοιμάζεται» από μακρόχρονες κοινωνικές διεργασίες, ανοιχτές ή «υπόγειες», από μικρές και μεγάλες συγκρούσεις. Ταυτόχρονα αποτελεί και μια αναμέτρηση ισχύος, πράγμα που πολύ απλά σημαίνει ότι οι επαναστατικές δυνάμεις πρέπει να είναι σε θέση να αναμετρηθούν με μια ούτως ή άλλως ισχυρή και συγκροτημένη (πέρα από τη φθορά που, εξυπακούεται, θα έχει υποστεί) αστική τάξη, η οποία διαθέτει τους γνωστούς μηχανισμούς ισχύος, βίας και καταστολής. Το ζητούμενο λοιπόν είναι μια κοινωνική δύναμη που από τη θέση της στην παραγωγή και την κοινωνική διάρθρωση θα βρίσκεται σε μόνιμη κάθετη και πλήρη αντίθεση με την αστική τάξη, τέτοια που να μην επιδέχεται λύση εντός των πλαισίων του συστήματος. Που από αυτή τη θέση και επειδή βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση θα ενεργοποιείται σε διαρκή βάση και σε αναφορά με τις μερικότερες, μικρές ή μεγάλες, αντιθέσεις στις οποίες εκφράζεται καθημερινά και σε όλο το φάσμα η βασική αντίθεση. Ή, με άλλα λόγια, θα αποτελεί μια διαρκή «μήτρα παραγωγής» εκείνων των διεργασιών που αναφέραμε προηγούμενα. Πάντα στην ίδια βάση και με αυτούς τους όρους θα «παράγει» επίσης μια ιδεολογία καθολικής αντίθεσης στο σύστημα, αναμέτρησης, προοπτικής που θα ενισχύει τη συνεκτικότητά της και την ικανότητά της να αντιμετωπίζει τις πιέσεις, τους εκβιασμούς, τα χτυπήματα, τις συνέπειες γενικά των καθημερινών αναμετρήσεων με το σύστημα, χωρίς να παραιτείται από το στόχο της και με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορεί να «παραιτηθεί» από τον εαυτό της. Μια κοινωνική δύναμη που από τη θέση της στην κοινωνία θα μπορεί να συγκροτηθεί σε «σώμα» διαρκούς αντίθεσης, αντοχής ισχύος και αποτελεσματικότητας. Που ακριβώς γι’ αυτές της τις ιδιότητες θα μπορεί να εμπνέει εμπιστοσύνη στα άλλα δυσαρεστημένα στρώματα και να τα συσπειρώνει γύρω της, να πείθει την κοινωνία ότι όχι μόνο θέλει αλλά και μπορεί να αποτελέσει δύναμη ανατροπής και μετασχηματισμού του κοινωνικού συστήματος. Ή, καθώς θα έλεγε κι εκείνος ο «παρωχημένος» Λένιν, «μια τάξη μπορεί να ανατραπεί μόνο από μια άλλη τάξη». Λοιπόν εντάξει! Ας μην είναι το προλεταριάτο αυτή η τάξη. Εμείς «δεχόμαστε» και άλλες προτάσεις. Φυσικά δεν συζητάμε τις αστειότητες περί δυνάμεων του περιθωρίου και άλλα παρόμοια και χαρωπά. Ζητούνται λοιπόν απαντήσεις. Γιατί διαφορετικά το «επαναστατικό» μένος ορισμένων (ή αν θέλετε η ειλικρινής εξεγερσιακή διάθεση) το πολύ να εκτονωθεί με διαφορετικούς τρόπους πριν οδηγήσει σε μια «επιστροφή» στη μεγάλη αγκαλιά του συστήματος.

Το «φάντασμα» του κομμουνισμού

Το άλλο μεγάλο πλήγμα, και σε σύνδεση με το προηγούμενο, υπήρξε η ήττα και η -ουσιαστικά- διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος. Θα προσπεράσουμε και εδώ το γιατί και το πώς, μας ενδιαφέρουν εδώ η σημασία και οι επιπτώσεις του. Το κομμουνιστικό κίνημα υπήρξε η ιδεολογική και πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης, η ανώτερη μορφή συγκρότησης των πιο πρωτοπόρων στοιχείων της. Ενέπνευσε και καθοδήγησε τη μεγάλη έφοδο «στον ουρανό» του προλεταριάτου και συνολικά των λαών. Ηγήθηκε σειράς επαναστάσεων, με κορυφαία την Οκτωβριανή. Υπήρξε η οδηγητική πολιτική δύναμη της πρώτης απόπειρας των ανθρώπων να οικοδομήσουν μια άλλη -σοσιαλιστική- κοινωνία και των άλλων που ακολούθησαν. Ενέπνευσε και ηγήθηκε των αγώνων της εργατικής τάξης και των λαών σε παγκόσμια κλίμακα, οδηγώντας, εξαναγκάζοντας το σύστημα σε υποχωρήσεις και παραχωρήσεις. Ηγήθηκε ή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, στην απελευθέρωση λαών και χωρών από τον αποικιακό και νεοαποικιακό ζυγό. Ηγήθηκε του αγώνα της ανατροπής των ταξικών και κοινωνικών συσχετισμών, μετατρεπόμενο στο μεγαλύτερο εφιάλτη που γνώρισαν οι κυρίαρχοι αυτού του κόσμου από την εποχή του Σπάρτακου. Ηταν το ίδιο το κομμουνιστικό κίνημα που έδωσε την τελευταία μεγάλη μάχη με τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση και στην κατεύθυνση να παραμείνει ζωντανό, επίκαιρο, επαναστατικό και απελευθερωτικό και σε αναφορά με τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν παγκόσμια. Βεβαίως, όπως είναι γνωστό, νικήθηκε, υποχώρησε, κατακερματίστηκε, με αποτέλεσμα τον ιδεολογικό, πολιτικό αφοπλισμό του προλεταριάτου και συνολικά του μετώπου των λαών.
Από τη μεριά μας, για όλους αυτούς τους λόγους που αναφέραμε και όχι «για την ιστορία» αλλά στη βάση των σημερινών απαιτήσεων της ταξικής πάλης, θεωρούμε πως το άλλο θεμελιώδες καθήκον και σε διαλεκτική σχέση με την εκ νέου συγκρότηση του προλεταριάτου είναι η ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και στη βάση των απαιτήσεων της εποχής μας.
Ξέρουμε ότι μια τέτοια άποψη κάνει πολλούς να «ανατριχιάζουν». Και δεν εννοούμε μόνο τους αστούς ή έστω τους πατενταρισμένους ρεφορμιστές. Εννοούμε και εκείνους που από τη μια έως και ορκίζονται στο όνομα του? κομμουνισμού αλλά την ίδια στιγμή θεωρούν υποχρέωσή τους να «αποτάσσονται το Σατανά» τον Στάλιν, τον Λένιν, την 3ης Διεθνή. Αλλά, εντάξει.
Ας συνεχίσουμε στον αστερισμό του «αντιδογματισμού». Δεκτές και άλλες επιλογές. Εννοείται βεβαίως στη βάση πάντα της ανατρεπτικής-επαναστατικής κατεύθυνσης. Ας αναζητήσουμε λοιπόν μια κοσμοαντίληψη, μια ιδεολογία και μια πολιτική που θα συγκροτείται και θα χαρακτηρίζεται από τη φιλοσοφία της καθολικής αμφισβήτησης -άρνησης του καπιταλιστικού συστήματος, της ιδεολογίας και του συστήματος αξιών του. Θα προσβλέπει σε μια συνολική αναμόρφωση της κοινωνίας και σ’ εκείνο το βαθμό που προϋπόθεσή της θα είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Θα μπορεί σαν τέτοια να εμπνέει τα πρωτοπόρα, τα πιο προοδευτικά-επαναστατικά τμήματα της κοινωνίας, θα τα εξοπλίζει θεωρητικά, ιδεολογικά, πολιτικά και θα τα προικίζει με συνέπεια, αποφασιστικότητα και επιμονή. Θα παρέχει εκείνα τα εργαλεία θεώρησης και ανάλυσης της πραγματικότητας ώστε να συντελεί στη διαμόρφωση μιας πολιτικής γραμμής που να εκφράζει τις πραγματικές διαθέσεις, δυνατότητες και προσδοκίες των εργαζόμενων μαζών, θα τις ενοποιεί και θα τις καθοδηγεί στην κατεύθυνση της -αποτελεσματικής- αναμέτρησης με το σύστημα. Μα, θα έλεγε κανείς πως, από δω το ‘χαμε, από κει το ‘χαμε, με τις προδιαγραφές που θέτουμε, πάλι στο κομμουνιστικό κίνημα το φέραμε το πράγμα. Ε, ναι, έτσι «μας βγήκε». Αυτοί που θέλουν το «κάτι άλλο» ας μας το υποδείξουν, και εμείς θα το ακολουθήσουμε με ενθουσιασμό. Εννοείται βεβαίως ότι αυτό το «άλλο» θα απαντάει πραγματικά στο πρόβλημα των λαών και δεν θα είναι μια από τις γνωστές συνταγές του πώς θα «πείσουμε» τον καπιταλισμό να μην είναι? καπιταλιστικός.

Ο σοσιαλισμός. Οραμα και διέξοδος για τους λαούς

Το άλλο μεγάλο χτύπημα ήταν αυτό που έπληξε την ιδέα του σοσιαλισμού και απογοήτευσε κόσμο, ιδιαίτερα έντονα με το θλιβερό τρόπο της κατάρρευσης με την οποία ολοκληρώθηκε η διαδικασία της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Η ιδέα του σοσιαλισμού, το όραμα μια άλλης, δίκαιης κοινωνίας υπήρξε προαιώνια ελπίδα και προσδοκία των σκλαβωμένων σ’ όλη τη Γη.
Πολλές οι απελπισμένες εξεγέρσεις ανά τους αιώνες, άλλες τόσες οι οδυνηρές, ματωμένες ήττες, που ωστόσο δεν μπόρεσαν να ξεριζώσουν το όραμα από τις ψυχές των ανθρώπων.
Η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη συνέχεια έκαναν για πρώτη φορά στην ιστορία αυτή την ελπίδα πραγματικότητα. Φτερούγισαν οι ψυχές όχι μόνο των μουζίκων της ρωσικής γης αλλά και όλης της γης των κολασμένων.
Γι’ αυτό και το χτύπημα ήταν πιο οδυνηρό. Οχι γιατί επιχαίρουν οι δυνάστες των ανθρώπων, ούτε γιατί προβάλλουν «δικαιωμένοι» οι κολαούζοι των αφεντικών. Αλλά επειδή η φθορά, η απογοήτευση πέρασε μέσα στις συνειδήσεις του κόσμου.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ακόμη -μεγάλη- ήττα στην αναμέτρηση του ανθρώπου με την προϊστορία του. Μόνο που ειδικά αυτή, και επειδή ο σοσιαλισμός υπήρξε σαν τέτοιος, εισπράχτηκε ως αποτυχία του, ως απόδειξη του ανέφικτου της πραγματοποίησής του.
Εδώ υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα. Δεν είναι θέμα (ή δεν είναι μόνο) αποκατάστασης της ιστορίας και της αλήθειας των πραγμάτων. Είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα πολιτικό. Η θέση της επαναστατικής ανατροπής είναι αναπόσπαστα δεμένη με την προοπτική του σοσιαλισμού. Αν ο σοσιαλισμός μπορεί να οικοδομηθεί μόνο με την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αυτή η επαναστατική ανατροπή δικαιώνεται σαν «τρόπος» μόνο και επειδή αποτελεί τον όρο για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Αποτελεί συνεπώς βασική συνάρτηση της πολιτικής γραμμής και πάλης. Ταυτόχρονα, έναν τέτοιο δύσκολο αγώνα μπορούν να τον αποφασίσουν και να τον διεξαγάγουν μέχρι το τέλος οι μάζες μόνο και εφόσον εμπνέονται και ενοποιούνται στη βάση ενός τέτοιου οράματος. Βασικό πρόβλημα -στόχος συνεπώς- η επανανύψωση της ιδέας του σοσιαλισμού στη θέση που της ανήκει. Δεν θα είναι εύκολο, ιδιαίτερα αν πάρουμε υπόψη και τις άλλες αδυναμίες του κινήματος, ούτε βέβαια αποτελεί μια διαδικασία ξεχωριστή από την προώθηση της πολιτικής μας πάλης. Εχουμε την άποψη ότι η απάντηση στο πρόβλημα θα ακολουθήσει δυο βασικές διαδρομές (ανάλογες με έναν τρόπο της πρωταρχικής «γέννησης» της ιδέας).
Η πρώτη σαν άρνηση του άδικου, εκμεταλλευτικού, καταπιεστικού καπιταλιστικού συστήματος. (Μια διαδικασία που ήδη συντελείται καθώς ο καπιταλισμός εκδηλώνει με όλο και πιο έντονο τρόπο τα πιο αρνητικά του χαρακτηριστικά).
Η δεύτερη σαν διαμόρφωση «θέσης». Αντίστοιχα διαμορφώνονται δύο βασικές κατευθύνσεις -καθήκοντα. Το πρώτο συνδέεται με την -έτσι κι αλλιώς αναγκαία- ένταση της προώθησης της ταξικής πάλης σ’ όλα τα μέτωπα, την ανάδειξη-όξυνση των αντιθέσεων και αντιφάσεων του συστήματος των «κυττάρων άρνησής» του.
Το δεύτερο -η διαμόρφωση θέσης- περιλαμβάνει τρεις βασικές πλευρές. Την εξήγηση των αιτιών της παλινόρθωσης. Την υπεράσπιση της προσφοράς του σοσιαλισμού (και συνολικά του κομμουνιστικού κινήματος), των δρόμων που άνοιξε για την ανθρωπότητα. Την επισήμανση, την κριτική, την αναίρεση τελικά των αδυναμιών, λαθών, ανεπαρκειών και στρεβλώσεων που οδήγησαν στην ήττα. Αυτά πάνε μαζί. Δεν μπορεί να προωθηθεί το ένα, ουσιαστικά, πειστικά και αποτελεσματικά αν δεν στηρίζεται στην ταυτόχρονη (διαλεκτική) αντιμετώπιση και των άλλων πλευρών.
Ναι, αλλά ποιο σοσιαλισμό; Είναι ένα ερώτημα που, προφανώς, η απάντησή του συνδέεται με το αμέσως προηγούμενο ζήτημα που θέσαμε. Ταυτόχρονα είναι και ένα ερώτημα που προβάλλεται έντονα σήμερα από διάφορες πλευρές και στη βάση άρνησης-απαξίωσης της σοσιαλιστικής ιδέας. Από την άλλη μεριά ωστόσο -και πρέπει αυτό να το παίρνουμε σοβαρά υπόψη- απασχολεί πολύ κόσμο καλής πίστης, εκφράζει τις αγωνίες και τις αναζητήσεις πολλών ανθρώπων που βρίσκονται στις γραμμές του αγώνα. Είναι μια μεγάλη συζήτηση, συνδέεται με τη διαδικασία που μόλις προαναφέραμε και βέβαια δεν μπορεί να γίνει σ’ αυτές τις γραμμές. Οσο μας αφορά, ήδη το έχουμε ανοίξει εδώ και χρόνια αυτό το κεφάλαιο και σκοπεύουμε να συνεχίσουμε. Συνεπώς εδώ θα περιοριστούμε σε σύντομες-βασικές επισημάνσεις, που θα προσδιορίζουν ωστόσο το στίγμα της οπτικής μας. Ετσι, στο ερώτημα ποιο σοσιαλισμό εννοούμε, η απάντησή μας είναι: το? σοσιαλιστικό. Ή, αλλιώς, στην άποψη για έναν «άλλο» σοσιαλισμό θα μπορούσαμε και να «συναινέσουμε», προσδιορίζοντας ωστόσο ότι θα είναι «άλλος» σε σχέση με τον καπιταλισμό και όχι το? σοσιαλισμό. Και για να είμαστε συγκεκριμένοι, εμείς είμαστε διατεθειμένοι να «ξαναδούμε» πολλά (όχι χάριν κάποιου, αλλά της υπόθεσης του σοσιαλισμού και μόνο), αλλά δεν έχουμε να προσθέσουμε ή να αλλάξουμε τίποτα σε ορισμένες βασικές θέσεις. Οτι αυτός ο σοσιαλισμός αποτελεί την καθολική άρνηση του καπιταλισμού, ότι προϋποθέτει την ανατροπή του και σ’ όλα τα βασικά στοιχεία που τον συγκροτούν: την πολιτική του κυριαρχία, την κυριαρχία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την ιδιοποίηση της υπεραξίας, την ιδεολογία του κέρδους. Οτι θα αποτελεί έκφραση της κυριαρχίας («δικτατορίας») της εργατικής τάξης, ότι θα λειτουργεί σε αναφορά μ’ αυτήν. Οτι χρειάζεται διαρκής προσπάθεια στα πλαίσια της ταξικής πάλης που θα συνεχίζεται σ’ όλη την ιστορική περίοδο του μετασχηματισμού της κοινωνίας κ.λπ. κ.λπ.

Ετικέτες:
Δημοσιεύστε το στα:

Συζήτηση

Κάντε ένα σχόλιο

Διαβάστε επίσης:

27 Απρ 2025

Αξιολόγηση στο δημόσιο: η εδραίωσή της , καταλύτης της επίθεσης στους εργαζόμενους σε δημόσιο αλλά και ιδιωτικό τομέα

Δεν περιμέναμε τις δηλώσεις της νέας – μετά τον ανασχηματισμό- υπουργού παιδείας Ζαχαράκη, ούτε ακόμα τις δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού Μητσοτάκη για να αντιληφθούμε πως είναι μεγάλο στοίχημα (και αυτής) της κυβέρνησης να κατοχυρωθεί η αξιολόγηση στο δημόσιο, ιδιαίτερα στους εκπαιδευτικούς. Δεκαετίες τώρα, με όποια εναλλαγή στο τιμόνι της διακυβέρνησης, αποτελούσε στοίχημα για την αστική τάξη, το σύστημα,

Διαβάστε περισότερα

28 Φεβ 2025

Ο πόλεμος δεν ξεκίνησε χθες. Δεν θα τελειώσει αύριο

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (28-02-22) συνεχίζονται οι μάχες στο έδαφος της Ουκρανίας. Συνεχίζει να ρέει το αίμα των Ουκρανών (αλλά και Ρώσων) στρατιωτών. Συνεχίζει να ξεριζώνεται κόσμος και να παίρνει τους δρόμους της προσφυγιάς. Συνεχίζονται οι καταστροφές των υποδομών της Ουκρανίας. Συνεχίζουν να διαμορφώνονται οι συνθήκες ενός ακόμη πιο ζοφερού μέλλοντος και όχι μόνο για τον λαό

Διαβάστε περισότερα

28 Φεβ 2025

Η «πρόκληση» Πελόζι

Σε κείμενό μου με επίκεντρο τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά και αναφορές στις γενικότερες εξελίξεις στον κόσμο επισημαίνονται τα εξής: «Μέσα από το σύνολο των εξελίξεων αναδείχνεται ένα μείζονος σημασίας διακύβευμα … Αυτό που αφορά την «λανθάνουσα», έως τώρα, αντιπαράθεση «Δύσης» και «Ανατολής» που τείνει να εξελιχθεί σε ανοιχτή ρήξη». Μια εξέλιξη που, όπως επίσης αναφέρω, ενώ δεν θα την

Διαβάστε περισότερα

28 Φεβ 2025

Τούρκικη επιθετικότητα και Ελληνική ”ατσιδοσύνη”

Π.Σ.  275, 18-06-94

Ταραχή και αντιδράσεις προκάλεσαν οι δηλώσεις Τσιλέρ. Αμφίβολο, ωστόσο, παραμένει το πόσο συνειδητοποιήθηκαν από την πλευρά της πολιτικής μας «ηγεσίας» οι πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος, το ποιους όρους δημιουργεί η πολιτική τους.

Οι δηλώσεις Τσιλέρ ανέδειξαν για άλλη μια φορά την επιθετικότητα του τουρκικού σωβινισμού. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η εν λόγω κυρία

Διαβάστε περισότερα